- υποφητωρ
- ὑποφήτωρ-ορος ὅ и ἥ Anth. = ὑποφήτης См. υποφητης и ὑποφῆτις
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υποφήτωρ — ορος, ὁ, ἡ, ΜΑ 1. ὑποφήτης* 2. ως επίθ. προφητικός («ὑποφήτορι μύθω», Νόνν.) αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «ὑποφήτορες ὑποτεταγμένοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού ὑποφήτης κατά τα ουσ. σε τωρ (πρβλ. προφή τωρ: προφήτης)] … Dictionary of Greek
ὑποφήτορα — ὑποφήτωρ masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποφήτορας — ὑποφήτωρ masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποφήτορες — ὑποφήτωρ masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποφήτορι — ὑποφήτωρ masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)